ημερολόγιο το [imerolójio]  : 1. σύστημα για τη μέτρηση του χρόνου: Παλιό / νέο ~. Iουλιανό* / Γρηγοριανό* ~. Σεληνιακό ~. 2. έντυπο στο οποίο αναγράφονται με τη σειρά οι μέρες και οι μήνες του έτους· (πρβ. ατζέντα): ~ τοίχου. ~ τσέπης. Επιτραπέζιο ~. 3. η καθημερινή συνήθ. καταγραφή σημαντικών ή ασήμαντων γεγονότων και περιστατικών, στοχασμών, κρίσεων, καθώς και το αντίστοιχο σημειωματάριο.