
Όταν όμως μιλώ για κάποια βελτίωση, φοβούμαι, πως τον σημαντικότερο ρόλο σ’ αυτή μας την εντύπωση, τον παίζει αλίμονο η συνήθεια. Άνθρωποι πέφτουν πάντα στους δρόμους — άντρες, παιδιά, γυναίκες.
Έχουμε όμως συνηθίσει. Η αγωνία κι η κατάπληξη, που αισθάνθηκα τις πρώτες φορές που είδα χάμου άνθρωπο ξυλιασμένο, δεν υπάρχουν πια. Στην οδό Ασκληπιού μια γυναίκα είταν πεσμένη μπρούμυτα στη μέση τού δρόμου. Ένα παιδάκι έκλαιε δίπλα της. Είταν η ώρα τρεις το απόγεμα. Ο δρόμος σχεδόν έρημος. Δεν άρχισα να τρέχω για να την προλάβω, όπως έκανα τις πρώτες μέρες. Απλώς επιτάχυνα το βήμα μου για να φτάσω γρηγορότερα. Στο μεταξύ, την ανασήκωσαν ένας-δυό άλλοι κι όταν έφτασα είταν καθισμένη -στην άκρη τού πεζοδρομίου, με τέσσερεις-πέντε ανθρώπους γύρω της κι ανά- μεσά τους είταν η παλιά γνωστή μου της Θεσσαλονίκης, η τότε κυρία Ιατρού — του Πέτρου - Απικίου Ιατρού, καθώς έλεγε το επισκεπτήριό του. Πλησίασα, έβαλα στο χέρι τής γυναίκας ένα εκατοστάρι, κι έφυγα βιαστικός, για να μην καθυστερήσω στην ασήμαντη δουλειά που είχα.
Θυμούμαι, πριν ένα μήνα, συνόδευα την ξαδέρφη μου την Κική σπίτι της το βράδι. Στην οδό Βουκουρεστίου μια γυναίκα μάς πλησίασε. Πεινούσε, δεν είχε φάει, δεν είχε δέκα φράγκα. Ο τόνος τής φωνής της είταν αληθινός, ειλικρινής. Της έδωσα πενήντα δραχμές. Μου άρπαξε το χέρι και το φίλησε. Σπάνια ένιωσα τόση ντροπή.
Προχτές το βράδι πάλι, στην οδό Σκουφά, είταν πεσμένος κάποιος νέος. Τον πλησιάσαμε, τον ανασηκώσαμε : «Κουνήσου, του είπε κάποιος, κουνήσου γιατί χάθηκες!». Ο νέος συνήλθε κάπως κι άρχισε το παράπονο — σιγανά, χωρίς δύναμη : «Γιατί, Θεέ μου, μ’ έφερες σ’ αυτή την κατάσταση; Γιατί δεν είμαι κι εγώ σπίτι μου, παρά σέρνω σα σκύλος στους δρόμους, μέσα στη νύχτα: Γιατί, Θεέ μου ; Τί σου έφταιξα ;»
— «Από πού είσαι;» τον ρώτησα.
— «Από τη Ζάκυνθο».
— «Και πού μένεις τώρα ; Δεν εργάζεσαι ;»
— «Όχι, είμουν στο 13ο Στρατιωτικό και μ’ έβγαλαν. Μ’ έστειλαν στο Δρομοκαΐτειο και μ’ έδιωξαν κι αποκεί. Τώρα είμαι στους δρόμους».
Πέρσι, είταν φαντάρος. Το θυμάστε ; Από το Δρομοκαΐτειο τους διώχνουν γιατί δεν μπορούν να τους θρέψουν.
Το παιδί που δουλεύει στους Γερμανούς.
Υπάρχουν κι οι λιγότερο τραγικές πλευρές. Τώρα που τα τραμ σταματούν από τις δυό το απόγεμα — λένε πως μπορεί να σταματήσουν κι εντελώς — γυρνώ φυσικά το βραδάκι στο σπίτι με τα πόδια. Ένα βράδι, κοντά στο Κουκάκι, ξεχώρισα τη σκιά ενός παιδιού, που περίμενε στη μέση τού δρόμου. Όταν πλησίασα ξεκίνησε μαζί μου. Στην αρχή νόμισα πως θα μου ζητούσε ελεημοσύνη, αλλά κατόπι, όταν είδα πως βάδιζε δίπλα μου δίχως να μιλά, κατάλαβα :
— «Πού μένεις ;» το ρώτησα.
— «Στα Νέα Σφαγεία».
— «Και θέλεις παρέα για να περάσεις τη Γέφυρα ;»
— «Ναι, είναι, άγρια και φοβούμαι». (Γέφυρα είναι η γέφυρα τού Ιλισσού, κοντά στο ασβεστοκαμίνι τής Σικελίας, κι επειδή τα σπίτια σταματούν εκεί κι είναι ανώμαλο το έδαφος, κάνει δυσάρεστη εντύπωση στα παιδιά και τους ευαίσθητους. Ο Παυλής ο Παλαιολόγος μού μίλησε κάποτε για την αγριάδα αυτού τού σημείου).
— «Και γιατί μένεις έτσι αργά, τότε;» ρώτησα σε λίγο.
— «Δουλεύω».
— «Πού δουλεύεις ως τέτοια ώρα ;»
— «Στους Γερμανούς». Έτσι έμαθα πως ο μικρός (στο τέλος με τη θεωρητική συστηματικότητά μου, του πήρα και τ’ όνομά του, που φυσικά το ξέχασα πριν φτάσω σπίτι), είταν ορφανός από πατέρα και μητέρα. Ο πατέρας του είταν λούστρος, αλλά αρρώστησε από «χταπόδι στο λαιμό» και πέθανε. Τώρα έμενε σε μιας θειάς του, που τη λέει μητρυιά. Μου είπε ακόμα πως, τις πρώτες μέρες που ήλθαν οι Γερμανοί, αυτός με το κασελάκι του τριγυρνούσε ξυπόλυτος μπρος στο Ξενοδοχείο τής Μεγάλης Βρετανίας, και πως τον λυπήθηκαν οι Γερμανοί και τον πήραν, κι από τότε δουλεύει εκεί, βάφοντας άρβυλα και μπότες — «Έξτρα μπούτς»— και παίρνει 120 δρχ. και τρία φαγητά τη μέρα. Του φέρνονται καλά — δεν δέρνουν παρά εκείνους που θέλουν να κλέψουν.
— «Μα γιατί να κλέψω, αφού όταν τους ζητήσω κι άλλο ψωμί ή φαγητό, μου δίνουν ;» Και δουλεύει εννιά ώρες τη μέρα. Ο μικρός δεν έμοιαζε διόλου δυσάρεστη μένος από την κατάσταση.
— «Είσαι τυχερός», τού είπα, «Μακάρι να είταν όλοι σαν κι εσένα»..
—«Ναι, το ξέρω, στον συνοικισμό μας πεθάναν ως τώρα τον τελευταίο μήνα είκοσι πέντε από την πείνα. Σε μας, ξέρεις, τα σπίτια είναι ξύλινα, κοντά- κοντά, κι ο δρόμος ανάμεσα είναι στενός, τόσος ...» και μού έδειξε το διάστημα ανάμεσα στις δυό γραμμές τού τράμ.
— «Είμασταν εικοσιοχτώ, που ζούσαμε σ’ αυτό τον δρόμο πριν 15 μέρες, χτες είμασταν εικοσιδυό. Κι ακόμα..» Ύστερα μού είπε για τον πεθαμένο που είδε πριν τρεις μέρες, εκεί, λίγο πριν φτάσουμε στα Νέα Σφαγεία. Από το αντικρυνό το σπίτι τον είχαν σκεπάσει, με ένα σεντόνι.
Κατόπι, μου είπε, τελειώνοντας, πως τις προάλλες έκανε πολλή ώρα δρόμο μ’ έναν άνθρωπο, όπως καλή ώρα και μαζί μου, και μόνο στο τέλος κατάλαβε πως είταν ο θειος του.
— «Πώς σε λένε ;» με ρώτησε.
— «Γιώργος, τού είπα».
— «Γιώργο, εσύ δεν είσαι βρε ο ανεψιός μου; Εγώ είμαι ο δείνας», μού είπε».
— «Βέβαια, καλησπέρα, θείε».
— Του φαινόταν λιγάκι παράξενο, αφού το διηγόταν για παράξενο — όχι όμως κι υπερβολικά παράξενο. Τίποτα δεν έχει σήμερα σημασία, εχτός από το ζήτημα του φαγητού, ή μάλλον τής πείνας. Σε όλα τα άλλα έχουμε όλοι πάθει σκλήρυνση, που γίνεται ολοένα αισθητότερη. Τώρα καταλαβαίνουμε καλύτερα αυτό που μας φαινόταν πάντα ακατανόητο : την αδιαφορία που δείχνουν οι στρατιώτες για τους συντρόφους τους που σκοτώνονται ή πληγώνονται δίπλα τους. Το ένστιχτο της αυτοσυντηρησίας βουβαίνει όλες τις άλλες φωνές.
από το βιβλίο του Χρ. Χρηστίδη, Χρόνια Κατοχής 1941-1944, Αθήνα 1971